- ὁμονηδύϊος
- ὁμο-νηδύϊος, ον, ([etym.] νηδύς)A = ὁμογάστριος, EM625.29, Phot., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομονηδύιος — ὁμονηδύϊος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από την ίδια κοιλιά με κάποιον άλλο, ομογάστριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νηδύς, ύος «κοιλιά»] … Dictionary of Greek